Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Καλλιόττερα για ν' αγροικούμαστε

Απάνθισμα κυπριακών λημματουθκιών:

A
ακκάννω: δαγκώνω
αλόπως: μήπως, πιθανώς
αμινιάζω: υπολογίζω
αμπλέπω: βλέπω
αμπούστα: κουτί
αντζελοσσιάστηκα: τρόμαξα
αντινάσσω: τινάζω
αξινόστραφη: ανάποδη
απόπατος: αποχωρητήριο
άππαρος: άλογο
αππιθκιά: αχλαδιά, ένδειξη κοντινού χώρου
άρκοψες: αύριο βράδυ
αρμαρόλα: μικρή ντουλάπα
αρφός, αρφή: αδελφός, αδελφή
ασσιελιά: ένα σκέλος (για μήκος)
ατζία: άκρη του ψωμιού
αφτένω: ανάβω
άψε το: άναψε το
α **** ψιουρίζομαι: φταρνίζομαι

Β
βάκλα: η ουρά του προβάτου
βαρκούμαι: βαριέμαι
βαστώ: κρατώ
βίτσα: μαγγούρα, έγινες ~ αδυνάτισες
βλαντζί: συκώτι
βόρτακος: βάτραχος
βόρτος: χοντρός
βούκκα: μάγουλο
βουκκαλλέτικον: μπούλλης
βουναλλούι: μικρός λόφος
βούρνα: νεροχύτης
βουρώ: τρέχω
β **** ρίξε: σώπα (προστακτική)

Γ
γάρος: γαϊδούρι
γ **** ιουτά μου: με βολευεί

Δ
δισκοθήκη: ντίσκο
δρώμα: ιδρώτας

Ε
εβόλυσα: πάτησα λάσπες
ελαόθικα: τρελάθηκα
ελύσσιασα: πεινάω πολύ (έχω λυσσάξει από την πείνα)
έππεσεν το αρφάλι μου: πεθαίνω της πίνας (έπεσε ο αφαλός μου)
έρκουμαι: έρχομαι
έσιει: έχει
έσσω: μέσα
ε **** φάτσησα: χτύπησα

Ζ
ζάβαλλι: αλίμονο
ζαβός: στραβός
ζάμπα: μπούτι
ζίλικουρτι: σκασμός
ζ **** ώλος: άσχημη μυρωδιά, βρωμιά

Η
ήντα: τι
ήντα μπον τούτον; : τι είναι αυτό;

Θ
θκιούλλα: θεία
θωρώ: βλέπω

Κ
καϊλώ: δέχομαι
κάκκαφα: πολύ ανώμαλα εδάφη
καλώ: αμέ
καμμώ: κλείνω τα μάτια μου
καρκασιαλλίκκι: φασαρία
καρκόλα: κρεβάτι
καρτζί: απέναντι
κάττος: γάτα
κατρακύλα: τσουλήθρα
κατσιαρίζω: κάνω θόρυβο
καύκει: καίει
κάφκα: ερωμένη παντρεμένου άντρα
κκελλέ: κεφάλι
κκελλέ κουλούμπρα: αγύριστο κεφάλι
κόλλα: χαρτί
κοτζιάκαρη: γερόντισσα
κοτολεττα: μπριζόλα
κούλλουφος: ατημέλητος
κουφή: φίδι
κρούζω: καίω
κρώννουμαι: ακούω, συμβουλεύομαι
κ **** ωλοσύρνω: τραβώ

Λ
λαλώ: λέω
λαός: λαγός
λάου λάου: σιγά σιγά
λάσσω: γαυγίζω
λαφαζάνης: αυτός που λέει βλακείες (εξωπραγματικά γεγονότα)
λίξης: λιγούρης
λυσσιάρης: λιγούρης
λυσσιοπεινώ: πεθαίνω της πίνας
λουβώ: μαδάω
λ **** ούκκος: λακκάκι, τρύπα στο έδαφος

Μ
μαΐρισσα: κατσαρόλα
μαϊττάππι: κορόιδεμα
μαλαχτός: μαλακός, ο ευάλωτος
μαννός: ηλίθιος
μάππα: μπάλα
μάππουρος: κουκουνάρι
μαυρού: Φιλιππινέζα, Σριλανκέζα
μεζετζής: αυτός που του αρέζουν οι μεζέδες
μίλλα: λίπος ζώου (χρησιμοποιείται στα σουβλάκια)
μιτσής: μικρός
μοτόρα: μοτοσυκλέτα
μούλος/λα: μουλάρι
μουτταρκά: κορυφή
μούττη: μύτη, κορυφή
μούχτιν: δωρεάν
μ **** ιάλος: μεγάλος

Ν
νησιάνι: διακριτικό υπαξιωματικού (γαλόνια)
ν **** τζίζω: αγγίζω

Ξ
ξημαρισμένος: λερωμένος

Ο
όι: όχι
ολάν: τι νόμιζες
οξά ή όξινο: λεμόνι, ξινό
ούσσου: σιώπα (προστακτική)
ο **** ύτσιαλι πολύ φαΐ: (φάγαμε το …. μας!)

Π
παγκούι: παγκάκι
παουρίζω: φωνάζω
παπίλλαρος: τα πρώτα σύκα
παπίρα πάπια
πάππαλλα: τέλος
παραπόττης: αυτός που κάνει ατιμίες
παρπέρης: κουρέας
πασιαμάς: χαβαλές
πασιής: παχύς
πατανία: κουβέρτα
πατσαρκά: χαστούκι
πατσιαούρι: πατσαβούρα
πατταλόνι: παντελόνι
παττίχα: καρπούζι
πεζούνι: περιστέρι
πιθκιαβλοζάμπης: τα πόδια του είναι λεπτά σαν πιθκιαύλι (ελλ. αυλός)
πιλέ: ήδη
πίσσα: τσίχλα
πιττώνω: πλακώνω
ποδά: απ' εδώ
ποθκιάντροπος: ξεδιάντροπος
ποΐνες: μπότες
πολογιάζω: διώχνω
πομιλόρι: ντομάτα
πόμπα: βόμβα
ποξαμάτι: παξιμάδι
πορνόν πορνόν: πρωί πρωί
πότσα: μπουκάλα
ποτζεί: απ' εκεί
πουλλαόφωνος: άντρας που μιλά με λεπτή φωνή
πουπούξιος: κουκουβάγια
πόφκαλες με: με κούρασες
ππαραόπιστος: τσιγκούνης, φυλάργυρος
ππεζεβένκης: κερατάς
ππούλλι: βλήμα (ηλίθιος)
ππουνιά: γροθιά
ππουρτού: (τα) συμπράγκαλα (υπάρχοντα)
πρότσα: πιρούνι
πυρκόλα του: την χτύπα τον
πύρουλλος: πυρά ζέστη, καύσωνας

Ρ
ρέσσω: περνώ
ριάλια: λεφτά
ρότσος: πέτρα

Σ
σαντανοσιά: ανακατωσούρα
σιακατούρι: κατηφόρα
σιεηττάνης: σατανάς, πονηρός
σιέσιης: δειλός
σιονώνω: χύνω
σιόρ: κύριος
σιουτζιούκκος: παραδοσιακό κυπριακό γλυκό από μούστο (μοιάζει με δυναμίτη)
στέκκα: λεπτός/ή
στράτα: δρόμος
σύξηλος: άναυδος
συνάω: μαζεύω
συντυχάνω: μιλώ
σύρνω: ρίχνω

Τ
τάβλα: τραπέζι / κρεβάτι
τάνγκα: ακριβώς
ταπέλλα: πινακίδα
ττάππος: κοντός / τάπα
τατάς: νονός
τζαι: και
τζυλώ: κυλάω
τζείνη: αυτή
τζείνος: αυτός
τζιαμέ: εκεί
τζιενκένης: τεμπέλης
τζισβές: μπρίκι
τζοιμισμένος: κοιμισμένος
τζυλώ: κυλώ
τουρτουρώ: κρυώνω
τσαέρα: καρέκλα
τσεντί: πορτοφόλι
τσιλλώ: πλακώνω
τσούρα: κατσίκα

Φ
φακκώ: χτυπώ
φάουσα: σκασμός
φιλούθκια: φιλάκια
φκάλλω: βγάζω
φκιολί: βιολί
φκιόρο: λουλούδι
φλόκκος: σφουγγαρίστρα
φόκος: φωτιά
φ **** ουντάνα: βρύση

Χ
χάι χούι: χαβαλές
χαμέ: κάτω
χαρτωμένος: αρραβωνιασμένος
χογλά: βράζει
χτηνό ζώο: (κάποιος πολύ δυνατός)
χτητζιολοά: βρωμάει άσχημα
χ **** τιτζιόν: αηδία, πολύ βρώμικο

Ψ
ψατζή: κρύο

Περισσότερα στο: wikipriaka.com/docs/cypriot_words.pdf

Δεν υπάρχουν σχόλια: